- τσελιγκάτο
- και τσελιγγάτο, το, Ν1. μορφή ανεπτυγμένης κτηνοτροφικής μονάδας που εξελισσόταν κάθε φορά από τη στάνη μιας εκτεταμένης και ισχυρής οικογένειας με την προσέλκυση διαφόρων μικροκτηνοτρόφων με περιορισμένες δυνατότητες2. τα βοσκοτόπια τής μονάδας αυτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσέλιγκας / τσέλιγγας + κατάλ. -ατο (πρβλ. δεσποτ-άτο)].
Dictionary of Greek. 2013.